εξαγιάζω

εξαγιάζω
μετ.
1) рел святить, освящать; 2) перен. см. εξαγνίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εξαγιάζω" в других словарях:

  • εξαγιάζω — (I) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι άγιο, καθαγιάζω 2. μτφ. εξαγνίζω. (II) ἐξαγιάζω (Α) 1. εξετάζω, δοκιμάζω, ζυγίζω με σταθμά 2. παθ. (για μέτρα και σταθμά) είμαι καθορισμένος …   Dictionary of Greek

  • εξαγιάζω — εξαγίασα, εξαγιάστηκα, εξαγιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι άγιο, καθαγιάζω. 2. μτφ., εξαγνίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαγιάζω — (AM καθαγιάζω) καθιστώ κάτι ή κάποιον άγιο, εξαγνίζω, εξαγιάζω (α. «καθαγιάζονται τα ύδατα» β «ὁ σοφὸς καθαγιάζει ψυχήν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἁγιάζω] …   Dictionary of Greek

  • εξαγνίζω — εξάγνισα, εξαγνίστηκα, εξαγνισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον αγνό, τον καθαρίζω από την ηθική ρύπανση, τον ηθικοποιώ, τον εξαγιάζω. 2. καθαρίζω την ηθική ρύπανση, που προέρχεται από εγκλήματα: Πρέπει της μητέρας του το φόνο να εξαγνίσει (Ι. Γρυπάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»